- κητοφόνος
- κητο-φόνος, Meer-, Thunfische tötend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κητοφόνος — κητοφόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει κήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + φόνος (< θείνω), πρβλ. δολο φόνος, τυραννο φόνος] … Dictionary of Greek
κητοφόνον — κητοφόνος killing sea monsters masc/fem acc sg κητοφόνος killing sea monsters neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κητοφόνοις — κητοφόνος killing sea monsters masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… … Dictionary of Greek
κητοφόντης — κητοφόντης, ὁ (Μ) κητοφόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + φόντης (< θείνω) «φονεύω» (πρβλ. ανδρει φόντης, Αργεϊ φόντης)] … Dictionary of Greek